- γεφύρωμα
- το (AM γεφύρωμα) [γεφυρώ]η γέφυρανεοελλ.η γεφύρωση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεφύρωμα — bridge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφύρωμα — το η γέφυρα (κυριολ. και μτφ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεφυρωμάτων — γεφύρωμα bridge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρώμασι — γεφύρωμα bridge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρώματα — γεφύρωμα bridge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφυρώματος — γεφύρωμα bridge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρογεφύρωμα — το τοίχος που βρίσκεται στις άκρες γέφυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + γεφύρωμα] … Dictionary of Greek
προγεφύρωμα — το, Ν 1. σύνολο οχυρωματικών έργων, αμυντική οργάνωση τοποθεσίας, πριν από γέφυρα, για την προάσπισή της ή για άμυνα από τις προσβολές τού εχθρού 2. προκεχωρημένο στρατιωτικό τμήμα και ο χώρος τον οποίον κατέχει αυτό σε παράκτια ή παρόχθια… … Dictionary of Greek